25. Η Εκκλησιαστική τέχνη στη Δύση

Η εκκλησιαστική τέχνη, όπως γνωρίσαμε, αναπτύχθηκε ενιαία σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Όμως οι επιδρομές γοτθικών φύλων, από τον 5ο μ.Χ. αιώνα και μετά, άλλαξαν πολιτιστικά τη Δυτική Ευρώπη. Οι κατακτητές εκχριστιανίστηκαν σταδιακά, αλλά δεν είχαν δική τους αρχιτεκτονική, ζωγραφική, γλυπτική. Για το λόγο αυτό στους μεσαιωνικούς ναούς, στη ζωγραφική και στη γλυπτική τους, εμφανίζεται μίμηση της παράδοσης με προσθήκες και αλλαγές.

α. Ναοδομία, εικονογραφία και γλυπτική στη δυτική εκκλησιαστική τέχνη

Από τον 11ο αιώνα αποκρυσταλλώνονται διαδοχικά δύο τύποι ναών, ο ρομανικός και ο γοτθικός.
Ο ρομανικός ρυθμός γεννήθηκε στη Γαλλία γύρω στο 1000 μ.Χ. και εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Είναι συνήθως μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με μακρύ εγκάρσιο κλίτος στα ανατολικά(εικ. 1). Εκεί όπου συνήθως υπάρχει η αψίδα του Ιερού, ο ρομανικός ρυθμός έχει πολλές μικρότερες αψίδες που αποτελούν παρεκκλήσια. Ο τρούλος έχει κατάληξη πολυγωνική ή πυραμιδοειδή. Χαρακτηριστικοί ναοί ρομανικού ρυθμού είναι η Παναγία του Πουατιέ (Γαλλία), ο Καθεδρικός του Ντάραμ (Αγγλία) (εικ. 2), ο Άγιος Ιάκωβος της Κομποστέλας (Ισπανία).
Στην Ιταλία, όπου ο ρυθμός αυτός δεν είχε μεγάλη διάδοση, ρομανικά μνημεία εμφανίζονται κυρίως στις βόρειες επαρχίες, εκτός από τη Βενετία στην οποία εμφανίστηκε άλλη αρχιτεκτονική παράδοση, επηρεασμένη από το Βυζάντιο. Στη Βερόνα χτίστηκε ο Άγιος Ζήνων (εικ. 3), στο Μιλάνο ο Άγιος Αμβρόσιος και στην Πίζα ο καθεδρικός ναός. Γνωστότερος ναός που σώζεται μέχρι σήμερα είναι το Βαπτιστήριο της Φλωρεντίας. Οι ναοί αυτοί θυμίζουν κάστρο. Η εικόνα τους είναι επιβλητική, δίνουν την αίσθηση σταθερότητας, ασφάλειας και δύναμης. Οι δυνατοί πέτρινοι τοίχοι που ύψωναν οι νεοβαπτισμένοι τεχνίτες του ναού εκφράζουν την πίστη τους στην ικανότητα της Εκκλησίας να μάχεται τις δυνάμεις του Σκότους ως την ημέρα της Κρίσης. Η διακόσμηση με ανάγλυφα είναι αυστηρή και εντυπωσιακή. Οι εικόνες ρομανικού ρυθμού, νωπογραφίες και ψηφιδωτά, θυμίζουν αρκετά τις βυζαντινές εικόνες και χαρακτηριστικό τους είναι οι σχηματοποιημένες, αλύγιστες μορφές (εικ. 4).

Το 12ο αιώνα οι τεχνίτες στη Γαλλία δημιούργησαν το γοτθικό ρυθμό (εικ. 5). Κράτησαν μόνο τον πέτρινο σκελετό από το ρομανικό ρυθμό και μετέτρεψαν τις στρογγυλές του αψίδες σε αιχμηρές. Στη θέση των τοίχων μπήκαν μεγάλα παράθυρα με υαλογραφήματα (βιτρώ), (εικ. 6). Χάρη σ’ αυτά οι ναοί έγιναν εντυπωσιακοί εσωτερικά και εξωτερικά. Ο θόλος τώρα είναι ψηλότερος. Το βάρος εξαφανίζεται και το κτίριο δίνει την εντύπωση ότι υψώνεται με φορά προς τα επάνω. Στα γλυπτά και στις εικόνες οι μορφές βελτιώνονται, επίσης, ως προς την κίνηση (εικ. 7). Γνωστότεροι ναοί γοτθικού ρυθμού σήμερα είναι η Παναγία των Παρισίων, το Αβαείο του Ουέστμινστερ, η Μητρόπολη του Στρασβούργου.
Στην Ιταλία ο ρυθμός αυτός δεν άσκησε μεγάλη επίδραση στη ναοδομία. Έχουμε, όμως, το γνωστό υστερογοτθικό Ντουόμο του Μιλάνου. Φτάνοντας στο 15ο μ.Χ. αι. η τέχνη επιστρέφει στην καλλιτεχνική παράδοση της αρχαιότητας. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική αναβιώνουν αρχαίοι ρυθμοί και στοιχεία. Κυριαρχεί ο νατουραλισμός, που χαρακτήριζε την ελληνιστική αλλά και την εκκλησιαστική τέχνη των εννέα πρώτων αιώνων. Το κάθε άγαλμα ή εικόνα δεν είναι μόνο σύμβολο, αλλά αυτοδύναμη μορφή με συναισθήματα που πρέπει να εκφραστούν. Η εκκλησιαστική γλυπτική και ζωγραφική τον 15ο αιώνα αποκτούν προοπτική και φυσικότητα, όπως παρατηρούμε στα σωζόμενα έργα του Ντονατέλο και του Βερόκιο ή του Τζιότο και του Φρα Αντζέλικο (14ος-15ος αι.). Oι καλλιτέχνες πρέπει να πείσουν με συγκεκριμένες, σύμφωνα με τις προσωπικές τους αντιλήψεις περί τέχνης, ζωγραφικές κινήσεις το θεατή ότι απέναντί του έχει μια αυτόνομη πραγματικότητα και όχι απλώς μια εικόνα. Το 16ο μ. Χ. αι. η ακμή της Αναγέννησης κυριαρχεί πλήρως στην Ιταλία (εικ. 8, 9).

β. Ο ναός του Aγίου Πέτρου στο Βατικανό

Την αναγεννησιακή αρχιτεκτονική, ζωγραφική και γλυπτική μπορούμε να γνωρίσουμε σε μια επίσκεψή μας στην πεντάκλιτη βασιλική του Aγίου Πέτρου στο Βατικανό. Στο ίδιο μέρος υπήρχε ο πρώτος ναός του Μ. Κωνσταντίνου που κατεδαφίστηκε τον 16ο αιώνα με εντολή του Πάπα Ιουλίου Β’ και ξαναχτίστηκε ως σταυροειδής με τρούλο, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μπραμάντε και του Μιχαήλ Άγγελου.
Ο τρούλος είναι έργο του Μιχαήλ Άγγελου, έχει ύψος 131 μ. και διακοσμήθηκε με ψηφιδωτές εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Πατέρων της Εκκλησίας. Αργότερα ο ναός διαμορφώθηκε σε βασιλική, με επέκταση προς τα δυτικά και με κατασκευή τριών κλιτών που χωρίζονται με πεσσούς διακοσμημένους με προσωπογραφίες Παπών. Ο αρχιτέκτονας Μπερνίνι διαμόρφωσε την πρόσοψη σε ρυθμό μπαρόκ. Για να αναδειχθούν τα προπύλαια του ναού, έδωσε ελλειψοειδές σχήμα στην πλατεία μπροστά από το ναό και την πλαισίωσε με διπλή σειρά κιόνων και με 162 αγάλματα. Πολλά γνωστά έργα τέχνης βρίσκονται στο ναό όπως ο θρόνος του αγίου Πέτρου (εικ. 10). Η Piet’a του Μιχαήλ Άγγελου και έργα του Ραφαήλ βρίσκονται σε παρεκκλήσια, με γνωστότερο την Cappella Sixtina (παρεκκλήσι του πάπα Σίξτου), και σε βοηθητικές αίθουσες του Βατικανού (εικ. 11, 12).

γ. Eκκλησιαστική μουσική στη Δυτική Ευρώπη

Σημαντική έκφραση της εκκλησιαστικής μουσικής στη δυτική Ευρώπη αποτελεί το Γρηγοριανό Μέλος, δηλαδή η μουσική της Ρωμαϊκής Εκκλησίας έτσι όπως ορίστηκε από τον Πάπα Γρηγόριο τον Διάλογο (6ος αι. μ.Χ.), που χρησιμοποίησε υλικό και από τη βυζαντινή μουσική. Κατά τους πρώτους οκτώ χριστιανικούς αιώνες η εκκλησιαστική μουσική στη Δύση διατηρούσε σχετικές ομοιότητες με την εκκλησιαστική μουσική της Ανατολής: ήταν μονοφωνική μουσική, ψαλλόμενη από χορό στον ίδιο ήχο και χρησιμοποιούσε κλίμακες παρόμοιες με αυτές της βυζαντινής μουσικής (διατονικό γένος ήχων, όπως ο α’, ο πλάγιος του α’, ο δ΄ και ο πλάγιος του δ΄). Έλκει την καταγωγή από τη ρωμαϊκή εποχή, η εκκλησιαστική μουσική της οποίας ήταν επηρεασμένη από την αρχαία ελληνική μουσική.
Το Γρηγοριανό Μέλος το διακρίνει ο ελεύθερος ρυθμός και δε χωρίζεται σε μέτρα, επειδή το κείμενο που ψάλλεται δεν είναι διαμορφωμένο σε στίχους, αλλά είναι σε μορφή πεζού λόγου. Όταν το Γρηγοριανό Μέλος άρχισε σιγά-σιγά να παραγκωνίζεται, άλλα μουσικά εκκλησιαστικά είδη δημιουργήθηκαν και πέρασαν στο προσκήνιο. Έτσι, τον 9ο και το 10ο μ.Χ. αι. εμφανίστηκε το απλό όργανο (organum), όρος που δηλώνει τις πρώτες μορφές πολυφωνίας. Στην αρχή ήταν αυτοσχέδιο τραγούδι. Πάνω σε ένα Γρηγοριανό Μέλος αυτοσχεδίαζαν μια δεύτερη μελωδία, την αντιφωνή, ενώ η πολυφωνία, με την ουσιαστική σημασία του όρου, «επινοήθηκε» στα τέλη της 1ης χιλιετίας μ.Χ. Το Γρηγοριανό Μέλος, επομένως, αποτέλεσε τη βάση της ευρωπαϊκής μουσικής.