5. Ο πρώτος διωγμός των χριστιανών

Οι πρώτοι χριστιανοί των Ιεροσολύμων άρχισαν αμέσως να μεταφέρουν στους συμπατριώτες τους το μήνυμα του Χριστού. Στο έργο αυτό πρωτοστάτησαν αρχικά οι Απόστολοι και στη συνέχεια και οι Διάκονοι. Το κήρυγμά τους, όμως, συνάντησε δυσκολίες και αντιδράσεις, που κλιμακώθηκαν στον πρώτο διωγμό των χριστιανών.

α. Οι Απόστολοι με το κήρυγμα για το Χριστό προκαλούν αντιδράσεις

Οι Απόστολοι καθημερινά εμφανίζονταν στο Ναό*, κήρυτταν και θεράπευαν αρρώστους, με αποτέλεσμα πολλοί από τους Ιουδαίους να γίνονται μέλη της Εκκλησίας.
Οι ιερείς όμως και ο διοικητής της φρουράς του Ναού, μαζί με μέλη της θρησκευτικής παράταξης των Σαδδουκαίων*, έδωσαν εντολή να συλληφθούν ο Πέτρος και ο Ιωάννης, να φυλακιστούν και την επόμενη μέρα να οδηγηθούν στο Συνέδριο*. Στην απολογία τους οι Απόστολοι διακήρυξαν: «δεν μπορούμε να μη μιλάμε γι΄ αυτά που είδαμε και ακούσαμε» (Πράξ. 4,20). Οι δικαστές, επειδή φοβήθηκαν το λαό και αφού δεν εύρισκαν δικαιολογία για να τους τιμωρήσουν, τους άφησαν ελεύθερους, απειλώντας τους με φυλάκιση, αν συνέχιζαν το κήρυγμα.
Αυτό δεν φόβισε τους Αποστόλους που συνέχισαν το κήρυγμά τους και τα θαύματα, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν πάλι στη φυλακή. Με θαυματουργό, όμως, τρόπο οι Απόστολοι απελευθερώθηκαν και συνέχισαν το έργο τους. Την επόμενη μέρα η φρουρά τούς έφερε ξανά στο Συνέδριο. Οι Απόστολοι με παρρησία διακήρυξαν την Ανάσταση του Χριστού και τόνισαν: «Πιο πολύ πρέπει να υπακούμε στο Θεό παρά στους ανθρώπους» (Πράξ. 5,29). Τα μέλη του Συνεδρίου, όταν τα άκουσαν αυτά, έγιναν έξαλλα και θα θανάτωναν τους Αποστόλους, αν δεν παρενέβαινε ένας νομοδιδάσκαλος, ο Γαμαλιήλ, λέγοντας για τους Αποστόλους: «Αν αυτό που σκέπτονται ή αυτό που κάνουν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη, θα διαλυθεί μόνο του. Αν όμως προέρχεται από το Θεό, δε θα μπορέσετε να το διαλύσετε, για να μην πω ότι μπορεί να βρεθείτε τελικά και θεομάχοι» (Πράξ. 5,38-39). Μετά από αυτά τα λόγια οι Απόστολοι, αφού μαστιγώθηκαν και απειλήθηκαν, αφέθηκαν ελεύθεροι.

β. Το κήρυγμα και ο λιθοβολισμός του Στεφάνου

St. StephenΣτο κήρυγμα των Αποστόλων συνέβαλαν και οι Διάκονοι. Ο Στέφανος, γεμάτος πίστη και πνευματικά χαρίσματα, άρχισε να κηρύττει, να κάνει θαύματα και να συζητά με τους συμπατριώτες του για τη σχέση του μηνύματος του Χριστού με τον Ιουδαϊσμό. Απευθυνόταν στους αδελφούς και πατέρες του, όπως τους ονόμαζε, και τους έλεγε ότι ο Ναός και η ιδιαιτερότητα του ιουδαϊκού λαού ήταν πράγματα σεβαστά, αλλά είχαν ξεπεραστεί με το έργο του Χριστού. Οι Ιουδαίοι, όμως, θεωρούσαν ότι ο Θεός ήταν αποκλειστικά δικός τους, έπρεπε να λατρεύεται μόνο στο Ναό και ότι ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν αιώνιος. Δεν άργησε, λοιπόν, να έρθει η σύγκρουση. ψευδομάρτυρες οδήγησαν τον Στέφανο στο Συνέδριο για να δικαστεί.
Ο Στέφανος στην απολογία του έκανε μια εκτενή αναδρομή στην ιστορική πορεία του εβραϊκού λαού και τόνισε τις ευεργεσίες του Θεού προς το λαό, αλλά και την αχαριστία, που πολλές φορές έδειξε ο λαός απέναντί Του. Στη συνέχεια είπε ότι ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς και ολοκλήρωσε την απολογία του με οξύτατη κριτική στους θρησκευτικούς άρχοντες των Ιουδαίων (Πράξ. 7,1-53). Τα λόγια του εξόργισαν τους δικαστές, που τον έσυραν έξω από την πόλη για να τον λιθοβολήσουν. Ένας νεαρός, που τον έλεγαν Σαούλ, ανέλαβε να φυλάει τα ρούχα αυτών που λιθοβολούσαν. Αυτός είναι ο μετέπειτα Απόστολος Παύλος. Ο Στέφανος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού, λίγο πριν πεθάνει ζήτησε από το Θεό να συγχωρήσει τους εκτελεστές του. Είναι ο πρώτος χριστιανός που μαρτύρησε για την πίστη (Πρωτομάρτυρας), και γι’ αυτό τιμάται από την Εκκλησία με ιδιαίτερη λαμπρότητα στις 27 Δεκεμβρίου.

γ. Οι χριστιανοί διώκονται και η πίστη διαδίδεται έξω από τα Ιεροσόλυμα

Το λιθοβολισμό του Στεφάνου ακολούθησε μεγάλος διωγμός κατά των ελληνιστών στα Ιεροσόλυμα (34 με 36 μ.Χ.). Οι ελληνιστές αναγκάστηκαν να διασκορπιστούν έξω από την Ιουδαία και έφτασαν ως τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια (Πράξ. 8,1). Η τελευταία, ειδικά, υπήρξε σημαντική πόλη -εκεί οι χριστιανοί πήραν την ονομασία αυτή για πρώτη φορά- και έγινε η έδρα μιας νέας χριστιανικής Εκκλησίας, που θα έπαιζε κεντρικό ρόλο στην εξάπλωση του μηνύματος του Χριστού προς τους εθνικούς*. Εν τω μεταξύ, ο διάκονος Φίλιππος είχε κηρύξει στη Σαμάρεια και είχε βαπτίσει έναν Αιθίοπα αξιωματούχο (Πράξ. 8, 4-8. 26-40), ενώ ο Απόστολος Πέτρος, μετά από όραμα που είδε, είχε βαπτίσει τον Κορνήλιο, έναν Ρωμαίο εκατόνταρχο (Πράξ. κεφ. 10).
Στην Αντιόχεια, όμως, για πρώτη φορά οι ελληνιστές άρχισαν να κηρύττουν συστηματικά και προς τους εθνικούς, ανοίγοντας έτσι την πόρτα της πίστης και σ’ αυτούς. Αυτή η εξέλιξη ήταν ένα σπουδαίο γεγονός για την πρώτη Εκκλησία. Δημιούργησε όμως και προβλήματα, όπως θα δούμε σε επόμενη ενότητα, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τη σύμφωνη γνώμη όλων των πιστών.

Το όραμα του Αποστόλου Πέτρου (Πράξ. 10,11-16. 34-35),
που τον παρακίνησε να κηρύξει στον εκατόνταρχο Κορνήλιο

Βλέπει πως άνοιξε ο ουρανός και ένα πράγμα σαν μεγάλο σεντόνι, με δεμένες τις τέσσερις άκρες, κατέβαινε στη γη. Μέσα σ΄ αυτό υπήρχαν όλα τα τετράποδα της γης και τα θηρία και τα ερπετά και τα πουλιά του ουρανού. Μια φωνή τού είπε: «Σήκω, Πέτρο, σφάξε και φάγε». Ο Πέτρος όμως απάντησε: «Ποτέ, Κύριε! Αφού ποτέ στη ζωή μου δεν έφαγα κάτι απαγορευμένο ή ακάθαρτο». Για δεύτερη φορά του μίλησε η φωνή: «Μη θεωρείς εσύ ακάθαρτα αυτά που ο Θεός καθάρισε». Αυτό έγινε τρεις φορές, κι ύστερα, αυτό που έβλεπε εξαφανίστηκε στον ουρανό… «Αλήθεια, τώρα καταλαβαίνω ότι ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις, αλλά δέχεται τον καθένα, σ΄ όποιον λαό κι αν ανήκει, αρκεί να τον σέβεται και να ζει σύμφωνα με το θέλημά του».

Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, που απαρτιζόταν πλέον στη μεγάλη της πλειονότητα από ιουδαϊστές, παρέμεινε το κέντρο της πίστης για περίπου τρεις ακόμα δεκαετίες. Οι διώξεις, όμως, συνεχίζονταν. 

iakovos_adelfotheos

Ο Ηρώδης Αγρίππας ο Α’, τοποτηρητής-βασιλιάς των Ρωμαίων στην Παλαιστίνη, κατηγόρησε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, και μερικούς άλλους ως παραβάτες του Νόμου. Διέταξε τη θανάτωσή τους με λιθοβολισμό, ενώ ο Απόστολος Πέτρος φυλακίστηκε πάλι και απελευθερώθηκε με θαυματουργό τρόπο (Πράξ. 12,1-19).

Οι διώξεις που έγιναν στα Ιεροσόλυμα, με πρωτοβουλία των Ιουδαίων, οδήγησαν σταδιακά σε μαρασμό την τοπική χριστιανική Εκκλησία. Μετά από μερικά χρόνια, το 70 μ.Χ., οι Ρωμαίοι κατέστρεψαν τελείως την πόλη και κατέλυσαν το κράτος του Ισραήλ. Ένας Ιουδαίος, όμως, ο Σαούλ, διώκτης αρχικά του Χριστιανισμού, όπως θα δούμε παρακάτω, αξιώθηκε να γίνει ο Απόστολος που θα έφερνε το μήνυμα του Χριστού στα Έθνη, δίνοντας οικουμενικό χαρακτήρα στην Εκκλησία του Χριστού.
.